- ἐπιτριηράρχημα
- ἐπιτριηράρχημαburden of a trierarchy continued beyond the legal termneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτριηράρχημα — ἐπιτριηράρχημα, τὸ (Α) [επιτριηραρχώ] η υπηρεσία τής τριηραρχίας που παρατείνεται πέρα από τον καθορισμένο από τον νόμο χρόνο … Dictionary of Greek
ἐπιτριηραρχήματος — ἐπιτριηράρχημα burden of a trierarchy continued beyond the legal term neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)